συνέκδικος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέκδῐκος Medium diacritics: συνέκδικος Low diacritics: συνέκδικος Capitals: ΣΥΝΕΚΔΙΚΟΣ
Transliteration A: synékdikos Transliteration B: synekdikos Transliteration C: synekdikos Beta Code: sune/kdikos

English (LSJ)

ὁ, fellow-ἔκδικος, Inscr.Prien.111.129 (i B.C.), Supp.Epigr.4.230 (Mylasa).

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που είναι επίσης ἔκδικος, νομικός εκπρόσωπος της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔκδικος «υπερασπιστής, πληρεξούσιος»].