συνέκδικος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, fellow-ἔκδικος, Inscr.Prien.111.129 (i B.C.), Supp.Epigr.4.230 (Mylasa).
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που είναι επίσης ἔκδικος, νομικός εκπρόσωπος της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔκδικος «υπερασπιστής, πληρεξούσιος»].