συνέντασις
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
-εως, ἡ, a putting on the stretch, Chrysipp.Stoic. 2.233, Plu.2.589a. Placit.4.15.3, Antyll. ap. Orib.6.27.11, Gal.6.171.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, gemeinschaftliche Anspannung, Anstrengung, Plut. de plac. phil. 4, 15, öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tension de toutes les parties d'un tout.
Étymologie: συνεντείνω.
Russian (Dvoretsky)
συνέντᾰσις: εως ἡ общее натяжение, напряжение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνέντᾰσις: ἡ, τὸ συνεντείνειν, ἡ ἀπὸ κοινοῦ ἔντασις ἢ πίεσις, Πλούτ. 2. 589Α, 901D.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α συνεντείνω
το από κοινού τέντωμα.