συνανατέλλω
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
English (LSJ)
rise or grow up with or together with, τινι Ael. VH13.1; of stars, etc., Hipparch.2.4.1, Gem.17.39, al., PGiss.3.2 (ii A.D.), Ptol.Tetr.79, Nonn. D. 1.175, 3.431.
German (Pape)
[Seite 1000] mit od. zugleich aufgehen, auch im med., Ael. H. A. 13, 1.
French (Bailly abrégé)
se lever ou paraître avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνατέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
συνανατέλλω: καὶ ποιητ. συναντέλλω, ἀνατέλλω ὁμοῦ, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἠελίῳ σελάγιζε συναντέλλουσα σελήνη Νόνν. Δ. 1. 175., 3. 431˙ βλαστάνω, φαίνομαι ὁμοῦ, ἐπὶ ἀνθέων, συνανέτελλε δὲ αὐτοῖς καὶ ὑάκινθος καὶ ἄλλη πολλὴ χροιὰ ἀνθέων Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 1.
Spanish
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναντέλλω Α ἀνατέλλω
(για αστέρα) ανατέλλω στον ορίζοντα μαζί με άλλον
αρχ.
αναφύομαι, βλαστάνω συγχρόνως.
Léxico de magia
surgir juntamente ἔστιν δὲ ὁ ἐπὶ τῆς βάρεως φανεὶς συνανατέλλων κυνοκεφαλοκέρδων el que aparece surgiendo conjuntamente sobre la barca es un zorro cinocéfalo P XIII 154 P XIII 464