συνδαΐζω

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδᾰΐζω Medium diacritics: συνδαΐζω Low diacritics: συνδαΐζω Capitals: ΣΥΝΔΑΪΖΩ
Transliteration A: syndaḯzō Transliteration B: syndaizō Transliteration C: syndaizo Beta Code: sundai/+zw

English (LSJ)

fut. -ξω, kill with the rest, kill also, S.Aj.361 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1006] (s. δαΐζω), mit od. zugleich tödten, ἀλλά με συνδάϊξον, Soph. Ai. 361.

French (Bailly abrégé)

égorger (litt. déchirer) avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, δαΐζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαΐζω ook doden, (met de rest) doden.

Russian (Dvoretsky)

συνδαΐζω: (fut. συνδαΐξω) одновременно убивать (τινά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδαΐζω: μέλλ -ξω, φονεύω μετὰ τῶν ἄλλων, συναποκτείνω, ἀλλά με συνδάϊξον Σοφ. Αἴ. 361.

Greek Monolingual

Α
φονεύω ή σφάζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαΐζω (Ι) «σχίζω, σφάζω, φονεύω»].

Greek Monotonic

συνδαΐζω: μέλ. -ξω, φονεύω μαζί με τους υπολοίπους, από κοινού, φονεύω επίσης, σε Σοφ.