συνδιάκειμαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A take part with, τινι Them.Or.22.270b.
II Medic., = συμπάσχω, Herod.Med. in Rh.Mus.58.105.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάκειμαι: Παθ., διάκειμαι ὁμοίως, τινι Θεμίστ. 270Β.
Greek Monolingual
Α διάκειμαι
1. διάκειμαι ομοίως απέναντι σε κάποιον
2. ιατρ. είμαι άρρωστος και εγώ επίσης ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.