συνδυάς
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
συνδυάδος, ἡ, paired, σ. [ἄλοχος] one's wedded wife, E.Alc.473 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1009] άδος, ἡ, gepaart; ἄλοχος Eur. Alc. 476.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
unie à un autre.
Étymologie: σύν, δυάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-δυάς -άδος, als adj., gekoppeld.
Russian (Dvoretsky)
συνδυάς: άδος (ᾰδ) adj. f вступившая в брак: σ. ἄλοχος Eur. законная супруга.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυάς: -άδος, ἡ, συνδεδυασμένη, κοινῶς «ζευγαρωμένη», σ. ἄλοχος, νόμιμος σύζυγος, γυνή, Εὐρ. Ἀλκ. 473.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
η νόμιμη σύζυγος («συνδυάδος... ἀλόχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδυάζω, -ομαι + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νευράς)].
Greek Monotonic
συνδυάς: -άδος, ἡ (δύο), ζευγαρωμένη, αυτή που έχει ταίρι· συνδυὰς ἄλοχος, νόμιμη σύζυγος κάποιου, σε Ευρ.
Middle Liddell
συν-δυάς, άδος, [δύο]
paired, ς. ἄλοχος one's wedded wife, Eur.