συνδυάς

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῠάς Medium diacritics: συνδυάς Low diacritics: συνδυάς Capitals: ΣΥΝΔΥΑΣ
Transliteration A: syndyás Transliteration B: syndyas Transliteration C: syndyas Beta Code: sundua/s

English (LSJ)

συνδυάδος, ἡ, paired, σ. [ἄλοχος] one's wedded wife, E.Alc.473 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1009] άδος, ἡ, gepaart; ἄλοχος Eur. Alc. 476.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
unie à un autre.
Étymologie: σύν, δυάς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δυάς -άδος, als adj., gekoppeld.

Russian (Dvoretsky)

συνδυάς: άδος (ᾰδ) adj. f вступившая в брак: σ. ἄλοχος Eur. законная супруга.

Greek (Liddell-Scott)

συνδυάς: -άδος, ἡ, συνδεδυασμένη, κοινῶς «ζευγαρωμένη», σ. ἄλοχος, νόμιμος σύζυγος, γυνή, Εὐρ. Ἀλκ. 473.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
η νόμιμη σύζυγος («συνδυάδος... ἀλόχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδυάζω, -ομαι + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νευράς)].

Greek Monotonic

συνδυάς: -άδος, ἡ (δύο), ζευγαρωμένη, αυτή που έχει ταίρι· συνδυὰς ἄλοχος, νόμιμη σύζυγος κάποιου, σε Ευρ.

Middle Liddell

συν-δυάς, άδος, [δύο]
paired, ς. ἄλοχος one's wedded wife, Eur.