συνεμφέρω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
bring in with, M.Ant. 3.4:—Pass., to be imported with, Aët.7.40.
German (Pape)
[Seite 1014] (s. φέρω), mit hineintragen, beitragen, ἡ γὰρ ἑκάστῳ νεμομένη μοῖρα συνεμφέρεταί τε καὶ συνεμφέρει, M. Ant. 3, 4, das Jedem zugetheilte Loos wird von ihm ins Leben mitgebracht, und es trägt zum Ganzen bei, wo man auch συμφέρει lesen will.
French (Bailly abrégé)
attribuer une part à chacun.
Étymologie: σύν, ἐμφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμφέρω: φέρω ἐντὸς ὁμοῦ μετά τινος, εἰσάγω ὁμοῦ, ἡ γὰρ ἑκάστῳ νεμομένη μοῖρα συνεμφέρεταί τε καὶ συνεμφέρει Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 4· ἴδε Gataker.
Greek Monolingual
ΜΑ
μεταφέρω μέσα μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφέρω «φέρνω μέσα, εισάγω»].