συνευπάσχω

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευπάσχω Medium diacritics: συνευπάσχω Low diacritics: συνευπάσχω Capitals: ΣΥΝΕΥΠΑΣΧΩ
Transliteration A: syneupáschō Transliteration B: syneupaschō Transliteration C: synefpascho Beta Code: suneupa/sxw

English (LSJ)

receive favours or derive profit together, D.8.64,65, but better written σὺν εὖ πεπονθότων, cf. ἀντευπάσχω.

French (Bailly abrégé)

recevoir un bienfait avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, εὐπάσχω.

German (Pape)

(πάσχω), mit od. zugleich Wohltaten erzeigt bekommen, ist getrennt zu schreiben, σὺν εὖ πεπονθότων, Dem. 8.65, 10.67; vgl. Lobeck Phryn. 619.

Russian (Dvoretsky)

συνευπάσχω: или σὺν εὖ πάσχω сообща получать выгоды Dem.

Greek (Liddell-Scott)

συνευπάσχω: λαμβάνω ἐνδείξεις εὐνοίας ἢ χάριτος ὁμοῦ μετά τινος, συναπολαύω εὐπαθείας, συνευφραίνομαι ἢ ὠφελοῦμαι ὁμοῦ, Δημ. 105. 23, 26· ― ἀλλὰ κάλλιον, σὺν εὖ πεπονθότων Λοβέκ, εἰς Φρύν. 619, πρβλ. ἀντευπάσχω· διότι κατ’ ἀναλογίαν τὸ σύνθετον θὰ ἦτο συνευπαθέω, ὡς παρὰ Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 418Α.

Greek Monolingual

Α
ευεργετούμαι κι εγώ επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὐπάσχω «ευεργετούμαι»].

Middle Liddell

to derive profit together, Dem.