συνομέστιος
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
συνομέστιον, sharing the hearth, θνατοῖς σ. Lyr.Alex.Adesp.34.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μοιράζεται την ίδια εστία, την ίδια κατοικία, συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμέστιος «συγκάτοικος»].