συνομέστιος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
συνομέστιον, sharing the hearth, θνατοῖς σ. Lyr.Alex.Adesp.34.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μοιράζεται την ίδια εστία, την ίδια κατοικία, συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμέστιος «συγκάτοικος»].