συντεκμαίρομαι

English (LSJ)

A conjecture from signs or symptoms, Hp.Prog.2; examine carefully, Id.Aph.1.9; συντεκμηράμενοι ἡνίκ' ἂν ᾤοντο.. calculating the time when... X.HG7.1.15; ξυντεκμηράμενοι having calculated the distance, Th.2.76, cf. X.Smp.2.8.
2 take into account also, τὴν δύναμιν τοῦ φαρμάκου Sever.Clyst.42.

French (Bailly abrégé)

ao. part. συντεκμηράμενος;
conjecturer d'après plusieurs indices, conclure de diverses indications.
Étymologie: σύν, τεκμαίρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντεκμαίρομαι Att. ook ξυντεκμαίρομαι [σύν, τεκμαίρω] uit aanwijzingen afleiden.

German (Pape)

dep. med., aus mehreren Zeichen zugleich vermuten, schließen, auch zusammenrechnen; Thuc. 2.76; Xen. Hell. 7.1.15, Conv. 2.8 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

συντεκμαίρομαι: строить предположения, делать вычисления: ξυντεκμηράμενος Thuc., Xen. после или на основании предварительных расчетов, высчитав.

Greek Monolingual

Α
1. εικάζω, συμπεραίνω βάσει πολλών συγχρόνως δεδομένων
2. υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνυπολογίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκμαίρομαι «δηλώνω, συμπεραίνω»].

Greek Monotonic

συντεκμαίρομαι: αποθ., καταλήγω σε συμπέρασμα συνεκτιμώντας χαρακτηριστικά σημεία ή συμπτώματα, συμπεραίνω, εικάζω, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκμαίρομαι: ἀποθετ., εἰκάζω ἐκ σημείων ἢ συμπτωμάτων, Ἱππ. Προγν. 37· τεκμαίρομαι ὁμοῦ, ὑπολογίζω καὶ αὐτὸ μετ’ ἄλλων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· ξυντεκμηράμενοι ἡνίκ’ ἂν ᾤοντο ὁρμηθέντες κατανύσαι, ὑπολογίσαντες τὸν χρόνον καθ’ ὅν…, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 15· ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως ὀρύξαντες καὶ ξυντεκμηράμενοι ὑπὸ τὸ χῶμα ὑφεῖλκον αὖθις παρὰ σφᾶς τὸν χοῦν, ὑπολογίσαντες τὸ διάστημα, κτλ., Θουκ. 2. 76, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 8, Ἀππ. Μιθρ. 36.

Middle Liddell

Dep. to conjecture from signs or symptoms, to calculate, Thuc., Xen.

Lexicon Thucydideum

coniecturam facere, to conjecture, guess, 2.76.2.