σφαδᾳσμός
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ὁ, spasm, convulsion, Pl.R. 579e.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
convulsion, violente agitation.
Étymologie: σφαδᾴζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαδᾳσμός -οῦ, ὁ [σφαδᾴζω] heftige beweging, stuiptrekking.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.