σφαδᾳσμός

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰδᾳσμός Medium diacritics: σφαδᾳσμός Low diacritics: σφαδασμός Capitals: ΣΦΑΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sphadāismós Transliteration B: sphadasmos Transliteration C: sfadasmos Beta Code: sfada|smo/s

English (LSJ)

ὁ, spasm, convulsion, Pl.R. 579e.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
convulsion, violente agitation.
Étymologie: σφαδᾴζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαδᾳσμός -οῦ, ὁ [σφαδᾴζω] heftige beweging, stuiptrekking.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.