σφριγώ
Greek Monolingual
σφριγῶ, σφριγάω, ΝΜΑ
είμαι γεμάτος σφρίγος, σφίζω από υγεία και σωματική δύναμη, είμαι σφριγηλός, ακμαίος, ρωμαλέος, ζωηρός
μσν.-αρχ.
μτφ. (για λόγια αλλά και για δραστηριότητες) είμαι σφοδρός (α. «σφριγᾷ ὁ πόλεμος» — μαίνεται ο πόλεμος, Θεοφύλ.
β. «σφριγῶν μῡθος» — έντονος λόγος, Ευρ.)
αρχ.
1. (ιδίως για τους γυναικείους μαστούς) είμαι πρησμένος από την αφθονία γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.
β. «σφριγᾷ στῆθος», Ιπποκρ.)
2. μτφ. α) είμαι γεμάτος από θυμό, από οργή ή από έπαρση («σφριγῶντα θυμόν», Αισχύλ.)
β) κατέχομαι από σφοδρή επιθυμία για κάτι («τοῦ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν σάρκα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sp(h)reig- «είμαι σφριγηλός, περήφανος» και συνδέεται με τα: νορβ. sprikja «απλώνω, εκτείνω» και σουηδ. διαλ. sprika «απλώνω, εκτείνω»].