σχεδιογράφηση
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
και σχεδιαγράφηση, η, Ν
η ενέργεια του σχεδιογραφώ, η απεικόνιση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιογραφώ / σχεδιαγραφώ. Ο τ. σχεδιογράφησις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου, ενώ ο τ. σχεδιαγράφησις από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].