σύμμηνος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ὁ, colleague on the monthly committee of ναοποιοί Supp.Epigr.4.535.16, 536 (Ephesus).
Greek Monolingual
ὁ, Α
συνάδελφος στη μηνιαία επιτροπή τών ναοποιών, τών υπαλλήλων που ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της επιμέλειας τών ιερών οικοδομημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηνος (< μήν, μηνός «μήνας»), πρβλ. ἔκμηνος].