σύρσις
From LSJ
ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι → go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie | go tell the Spartans, thou that passest by, that here obedient to their words we lie
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A drawing of a plough by oxen, PStrassb.32.5 (iii A.D.); = tractio, tractus, Glossaria
II placename (?) in Sammelb.5677.15 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, seltene Form statt συρμός, VLL.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ σύρω
σύρσιμο, έλκυση
αρχ.
1. το τράβηγμα του αρότρου από τα βόδια, η άροση
2. ονομασία τόπου.