σύρσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A drawing of a plough by oxen, PStrassb.32.5 (iii A.D.); = tractio, tractus, Glossaria
II placename (?) in Sammelb.5677.15 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, seltene Form statt συρμός, VLL.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ σύρω
σύρσιμο, έλκυση
αρχ.
1. το τράβηγμα του αρότρου από τα βόδια, η άροση
2. ονομασία τόπου.