τελεσμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A consecration-ceremony, συντελοῦντες τὸν τ. καὶ τὴν θυσίαν τῷ Ἀσκληπιῷ IG 12(5).865.13 (Tenos).
2 = transacton, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1085] ὁ, Vollendung, Beendigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσμός: ὁ, συμπλήρωσις, τελείωσις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. καθιερωμένη τελετή («συντελοῦν
τες τὸν τελεσμὸν καὶ τὴν θυσίαν τῷ Άσκληπιῷ», επιγρ.)
2. συμπλήρωση, ολοκλήρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του αορ. ἐτέλεσα του τελῶ + κατάλ. -μος (πρβλ. τέλεσμα)].