τερμίνθινος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμίνθῐνος Medium diacritics: τερμίνθινος Low diacritics: τερμίνθινος Capitals: ΤΕΡΜΙΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: termínthinos Transliteration B: terminthinos Transliteration C: terminthinos Beta Code: termi/nqinos

English (LSJ)

η, ον, of the terebinth-tree, ῥητίνη turpentine, Diocl. Fr.140, Thphr. HP 9.2.2, Dsc.4.150 (τερεμ- cod. E, τερεβ- cett., Wellm.), Sor.2.14, al. (τερεβ-), PHolm.6.33 (τερεβ-), Gal.6.288 (v.l. τερεβίνθινος), 292,354; οἶνος Dsc.5.30, etc.; prob. to be restored for τερεβίνθινος in X.An.4.4.13:—pecul. fem. τερμινθίς, ίδος, Nic.Al.300.

German (Pape)

[Seite 1094] ältere Form von τερεβίνθινος, Theophr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de térébinthe ou de térébenthine.
Étymologie: τέρμινθος.

Greek (Liddell-Scott)

τερμίνθῐνος: -η, -ον, ὁ τῆς τερμίνθου, τερεβίνθινος, ἢ ἐξ αὐτοῦ παραγόμενος (ἴδε τέρμινθος Ι. 2)· ῥητίνη τερ., ἡ «τρεμεντῖνα», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 2· ῥητίνη Διοσκ. 4. 154· οἶνος ὁ αὐτ. 5. 39, κλπ.· - ἰδιότυπον θηλ. τερμινθίς, ίδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 300· - ἴδε τέρμινθος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τερμίνθινος, -ίνη, -ον, ΝΑ βλ. τερεβίνθινος.

Greek Monotonic

τερμίνθῐνος: ή τερεβίνθιος, -α, -ον, αυτός που παράγεται από το δέντρο τερέβινθο, σε Ξεν.

Middle Liddell

τερμίνθῐνος, ορ τερεβίνθιος, η, ον
of the terebinth-tree, Xen.

English (Woodhouse)

of terebinth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)