τετράγλωσσος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
German (Pape)
[Seite 1096] vierzüngig, von vier Sprachen (?).
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράγλωσσος, -ον, ΝΑ
1. ο γραμμένος σε τέσσερεις γλώσσες («τετράγλωσσο λεξικό»)
2. αυτός που μιλά τέσσερεις γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. δίγλωσσος].