τετρόμματος

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρόμμᾰτος Medium diacritics: τετρόμματος Low diacritics: τετρόμματος Capitals: ΤΕΤΡΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: tetrómmatos Transliteration B: tetrommatos Transliteration C: tetrommatos Beta Code: tetro/mmatos

English (LSJ)

τετρόμματον, four-eyed, ἀριθμός, of the τετράς, Herm.in Phdr. p.107 A.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα μάτια
2. φρ. «τετρόμματος ἀριθμός» — η τετράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. μονόμματος].