τρίρρυθμος
From LSJ
English (LSJ)
τρίρρυθμον, of three feet, κῶλα, applied to paeonic rhythm, Sch.Ar.Ach.665, Pax345.
Greek (Liddell-Scott)
τρίρρυθμος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ῥυθμῶν ἢ ποδῶν ῥυθμικῶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 665, εἰς Εἰρ. 364.
Greek Monolingual
-ον, Α
(μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις ρυθμικούς πόδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ρρυθμος (< ῥυθμός), πρβλ. τετράρρυθμος].