τραπέμπαλιν

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπέμπᾰλιν Medium diacritics: τραπέμπαλιν Low diacritics: τραπέμπαλιν Capitals: ΤΡΑΠΕΜΠΑΛΙΝ
Transliteration A: trapémpalin Transliteration B: trapempalin Transliteration C: trapempalin Beta Code: trape/mpalin

English (LSJ)

Adv. turned backwards, Pherecr.240; to be restored in Plu.2.924c, D.C.47.40.

German (Pape)

[Seite 1135] zurückgewendet, Pherecrat. bei Phot.

French (Bailly abrégé)

adv.
en revenant sur ses pas, à rebours.
Étymologie: τρέπω, ἔμπαλιν.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπέμπᾰλιν: Ἐπίρρ., «ἐπ’ ἀριστερᾷ· ὑπεναντίως· οὕτως Φερεκράτης (Ἄδηλ. 56)» Φώτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τραπέμπαλιν· ἐνηλλαγμένως, ἢ παρηλλαγμένως».

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένωςπαρηλλαγμένως»
3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ' ἀριστερᾷ ὑπεναντίως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. τρέπω (πρβλ. παθ. αόρ. β' -τράπ-ην) + ἔμπαλιν «προς τα πίσω, αντίστροφα»].