τραπέμπαλιν
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
Adv. turned backwards, Pherecr.240; to be restored in Plu.2.924c, D.C.47.40.
German (Pape)
[Seite 1135] zurückgewendet, Pherecrat. bei Phot.
French (Bailly abrégé)
adv.
en revenant sur ses pas, à rebours.
Étymologie: τρέπω, ἔμπαλιν.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπέμπᾰλιν: Ἐπίρρ., «ἐπ’ ἀριστερᾷ· ὑπεναντίως· οὕτως Φερεκράτης (Ἄδηλ. 56)» Φώτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τραπέμπαλιν· ἐνηλλαγμένως, ἢ παρηλλαγμένως».
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως»
3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ' ἀριστερᾷ ὑπεναντίως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. τρέπω (πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τράπ-ην) + ἔμπαλιν «προς τα πίσω, αντίστροφα»].