τραπητέον

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπητέον Medium diacritics: τραπητέον Low diacritics: τραπητέον Capitals: ΤΡΑΠΗΤΕΟΝ
Transliteration A: trapētéon Transliteration B: trapēteon Transliteration C: trapiteon Beta Code: traphte/on

English (LSJ)

one must turn (intr.), Luc.Rh.Pr.8.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπητέον: adj. verb. к τρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. ταῦ τρέπω (πρβλ. ἀόρ. τραπέσθαι) μετὰ παθητ. σημασίας, πρέπει τις νὰ τραπῆ, ὁποτέραν τραπητέον Λουκ. Ρητόρων Διδάσκ. 8· ἴδε Cobet V. LL. 80.

Greek Monotonic

τρᾰπητέον: ρημ. επίθ. του τρέπω, αυτός που κάποιος πρέπει να τρέψει, σε Λουκ.