τραχυσμός

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυσμός Medium diacritics: τραχυσμός Low diacritics: τραχυσμός Capitals: ΤΡΑΧΥΣΜΟΣ
Transliteration A: trachysmós Transliteration B: trachysmos Transliteration C: trachysmos Beta Code: traxusmo/s

English (LSJ)

Ion. τρηχυσμός, ὁ, a roughening, τοῦ ἐντέρου Hp.Acut. 60; τῆς ἐπιφανείας Orib.Fr.79.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυσμός: ὁ, τράχυνσις, σκλήρυνσις, τραχύτης, διὰ ξύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῦ ἐντέρου Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. τρηχυσμός Α τραχύνω
τράχυνση, σκλήρυνση, τραχύτητα («διὰ ζύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῦ ἐντέρου», Ιπποκρ.)

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, das Rauh-, Unebenmachen, Hippocr.