τραχυσμός
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
Ion. τρηχυσμός, ὁ, a roughening, τοῦ ἐντέρου Hp.Acut. 60; τῆς ἐπιφανείας Orib.Fr.79.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχυσμός: ὁ, τράχυνσις, σκλήρυνσις, τραχύτης, διὰ ξύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῦ ἐντέρου Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. τρηχυσμός Α τραχύνω
τράχυνση, σκλήρυνση, τραχύτητα («διὰ ζύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῦ ἐντέρου», Ιπποκρ.)
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, das Rauh-, Unebenmachen, Hippocr.