τριτοστάτης
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, standing third (from the coryphaeus) in the chorus, Arist.Metaph.1018b28, Poll.4.106, Simp.in Ph.1268.27:—fem. τριτοστάτις, ιδος, Ar.Fr.487.
German (Pape)
ὁ, als der dritte in der Reihe stehend, vom Koryphäus an gezählt, Arist. metaph. 4.11.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτοστάτης: ου (ᾰ) ὁ участник хора, стоящий на третьем (от корифея) месте Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτοστάτης: -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος τρίτος (μετά τὸν κορυφαῖον) ἐν τῷ χορῷ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4, Πολυδ. Δ΄, 106· - θηλ. τριτοστάτις, ιδος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 411.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. τριτοστάτις, -ιδος, Α
αυτός που κατέχει στον χορό την τρίτη θέση, με πρώτο τον κορυφαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. δευτεροστάτης].