τρυγητικός
From LSJ
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
τρυγητική, τρυγητικόν, of or for the vintage, PStrassb.40.49 (vi A. D.), PSI8.953.19,65 (vi A. D.), Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγητόν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυγητικός, -ή, -όν, ΝΑ τρυγητός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα»)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικά
η αμοιβή τών τρυγητών.