τρυγητικός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
τρυγητική, τρυγητικόν, of or for the vintage, PStrassb.40.49 (vi A. D.), PSI8.953.19,65 (vi A. D.), Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγητόν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυγητικός, -ή, -όν, ΝΑ τρυγητός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα»)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικά
η αμοιβή τών τρυγητών.