υποκλίνομαι
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Greek Monolingual
ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ
μέσ.
1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να του εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση
2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι
νεοελλ.
μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, θαυμάζω κάποιον («υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σας»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. κλίνω, γέρνω ελαφρά προς τα εμπρός («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)
αρχ.
1. ενεργ. υποτάσσω
2. μέσ. α) παραμερίζω
β) παρεκκλίνω
γ) (για αστέρα) δύω
3. παθ. (με δοτ.) πλαγιάζω κάτω από κάποιον.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο