υποσυνείδητος
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(ψυχολ.)
1. ο ελαφρά συνειδητός, αυτός για τον οποίο το άτομο δεν έχει πλήρη συνείδηση, εκείνος που γίνεται αισθητός κατά αμυδρό τρόπο
2. αυτός που προέρχεται από το υποσυνείδητο
3. αυτός που δεν συλλαμβάνεται από τη συνείδηση, επειδή ο παρών προσανατολισμός της τον αποκλείει, αλλά ο οποίος είναι κατάλληλος να γίνει συνειδητός μόλις η προσοχή στραφεί επάνω του
4. (για ψυχική κατάσταση) αυτός για τον οποίο το άτομο δεν έχει συνείδηση, αλλά ο οποίος επηρεάζει τη συμπεριφορά του
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποσυνείδητο.
επίρρ...
υποσυνείδητα Ν
1. κατά τρόπο υποσυνείδητο
2. φρ. «υποσυνείδητα αισθητό ερέθισμα»
α) ζωολ. ερέθισμα του οποίου η ένταση είναι πολύ αδύνατη ώστε να προκαλέσει μια έκδηλη αντίδραση εκ μέρους του οργανισμού
β) (ψυχολ.) ερέθισμα που βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της συνειδητής αντίληψης, δηλαδή κάτω από την ελάχιστη ένταση ή συχνότητα στην οποία ένα ερέθισμα αρχίζει να γίνεται αντιληπτό από τα αισθητήρια όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) + συνείδηση].