υπομιμνήσκω

From LSJ

Greek Monolingual

ὑπομιμνήσκω και τ. μτχ. ενεργ. ενεστ. υπομνήμων, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπομνήσκω Α μιμνήσκω
(λόγιος τ.) επαναφέρω στη μνήμη, υπενθυμίζω
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπομιμνήσκων και υπομνήμων
εκκλ. αξίωμα κληρικού, πρεσβυτέρου και διακόνου, καθώς και λαϊκού, του οποίου ο κάτοχος είχε καθήκον να δέχεται τα αιτήματα και τις παρακλήσεις τών πιοτών αλλά και τις επιστολές που αυτοί απηύθυναν προς τον επίσκοπο, να προβαίνει σε ανάλογες απαντήσεις, αφού συζητούσε με τον επίσκοπο, και να θέτει υπ' όψιν του τις διάφορες δικαστικής φύσης υποθέσεις για τις οποίες έπρεπε να αποφανθεί το επισκοπικό δικαστήριο
μσν.
ζητώ, ρωτώ να μάθω
αρχ.
1. προτείνω κάτι σε κάποιον
2. (σχετικά με νόσο) προκαλώ, προξενώὑπομιμνήσκω τὴν ἔκκρισιν», Σωρ.)
3. (ενεργ. και παθ.) κάνω μνεία ενός πράγματος, αναφέρομαι σε κάτι
4. (μέσ. και παθ.) ὑπομιμνήσκομαι
ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι
5. φρ. «ὡς ὑπέμνησται» — όπως έχει αναφερθεί παραπάνω (Πρόκλ.).