φίλευνος
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
φίλευνον, fond of the marriage bed, Anacreont. 1.7.
German (Pape)
[Seite 1276] das Bett, den Beischlaf liebend, Anacr. 1, 7.
Russian (Dvoretsky)
φίλευνος: любящий брачные наслаждения Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
φίλευνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν γαμήλιον εὐνήν, Ἀνακρέοντ. 1. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά το συζυγικό κρεβάτι, δηλαδή την συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. ὅμευνος].