φίλοικτος

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικτος Medium diacritics: φίλοικτος Low diacritics: φίλοικτος Capitals: ΦΙΛΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: phíloiktos Transliteration B: philoiktos Transliteration C: filoiktos Beta Code: fi/loiktos

English (LSJ)

φίλοικτον, = φιλοίκτιστος (prone to pity, compassionate), Sch.Il.22.88.
2 moving pity, ἀπ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ with piteous glance shot from her eyes, A.Ag.241 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1280] Wehklagen liebend, gern wehklagend, um dadurch Andere zum Mitleid zu bewegen, Aesch. Ag. 232.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui excite la pitié.
Étymologie: φίλος, οἶκτος.

Russian (Dvoretsky)

φίλοικτος: возбуждающий сострадание: ἀπ᾽ ὄμματος βέλος φίλοικτον Aesch. вызывающий жалость взгляд.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοικτος: -ον, = τοῖς προηγ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 88. 2) ὁ κινῶν τὸν οἶκτον ἢ τὸ ἔλεος, ἔβαλλ’ ἕκαστον θυτήρων ἀπ’ ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ, μὲ βλέμμα κινοῦν τὴν συμπάθειαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 240. ΙΙ. εὔσπλαγχνος, συμπαθής, Εὐστ. Πονημάτ. 297. 61.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που ευσπλαγχνίζεται τους άλλους, φιλοικτίρμων
(

Greek Monotonic

φίλοικτος: -ον, αυτός που κινεί τον οίκτο, απ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ, με βλέμμα που κινεί τη συμπάθεια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φίλ-οικτος, ον,
moving pity, ἀπ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ with piteous glance shot from her eyes, Aesch.