φίλοικτος
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
φίλοικτον, = φιλοίκτιστος (prone to pity, compassionate), Sch.Il.22.88.
2 moving pity, ἀπ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ with piteous glance shot from her eyes, A.Ag.241 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1280] Wehklagen liebend, gern wehklagend, um dadurch Andere zum Mitleid zu bewegen, Aesch. Ag. 232.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui excite la pitié.
Étymologie: φίλος, οἶκτος.
Russian (Dvoretsky)
φίλοικτος: возбуждающий сострадание: ἀπ᾽ ὄμματος βέλος φίλοικτον Aesch. вызывающий жалость взгляд.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοικτος: -ον, = τοῖς προηγ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 88. 2) ὁ κινῶν τὸν οἶκτον ἢ τὸ ἔλεος, ἔβαλλ’ ἕκαστον θυτήρων ἀπ’ ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ, μὲ βλέμμα κινοῦν τὴν συμπάθειαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 240. ΙΙ. εὔσπλαγχνος, συμπαθής, Εὐστ. Πονημάτ. 297. 61.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που ευσπλαγχνίζεται τους άλλους, φιλοικτίρμων
(
Greek Monotonic
φίλοικτος: -ον, αυτός που κινεί τον οίκτο, απ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ, με βλέμμα που κινεί τη συμπάθεια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φίλ-οικτος, ον,
moving pity, ἀπ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ with piteous glance shot from her eyes, Aesch.