φαάντερος
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
α, ον, Ep. Comp. of φαεινός, more brilliant, AP9.210: Sup. φᾰάντατος, η, ον, brightest, ἀστήρ Od.13.93.
German (Pape)
[Seite 1249] unregelm. compar. zu φαεινός, glänzender, leuchtender, heller, Nonn. 40, 384.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus brillant.
Étymologie: Cp. d'un adj. inus. de φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
φαάντερος: [compar. к φαεινός более светлый, перен. более славный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φαάντερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. τοῦ φαεινός, λαμπρότερος, Ἀνθ. Παλ. 9. 210· ὑπερθ. φαάντατος, η, ον, φαεινότατος, φωτεινότατος, ἀστὴρ Ὀδ. Ν. 93.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α
(επικ. τ.) (συγκριτ. του φαεινός) φωτεινότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τερος (< φαFεντερος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς) έχει σχηματιστεί από ένα θ. φαF-εν-, παρλλ. του σιγμόληκτου φαFεσ- της λ. φάος / φῶς (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού].
Greek Monotonic
φᾰάντερος: -α, -ον, Επικ. συγκρ. του φαεινός, λαμπρότερος, σε Ανθ.· υπερθ. φᾰάντατος, -η, -ον, λαμπρότατος, σε Ομήρ. Οδ.