φακεψός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, one who boils lentil soup, PPetr. cited in PHib.1.112.77 note (iii B.C.), PPar.67.16 (Ptol.), PBouriant 13.1 (i A. D.), PLond. 3.944.2 (iii A. D.).
Greek Monolingual
και φακηψός, ὁ, Α
αυτός που βράζει φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός «έδεσμα από φακές» + -εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. χυτρεψός].