φαρμακοτρίβης

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοτρῐ́βης Medium diacritics: φαρμακοτρίβης Low diacritics: φαρμακοτρίβης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: pharmakotríbēs Transliteration B: pharmakotribēs Transliteration C: farmakotrivis Beta Code: farmakotri/bhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, one who grinds drugs or colours, D.48.12, Ael.NA9.62.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, = Folgdm; Dem. 48, 12; Ael. H. A. 9, 62.

French (Bailly abrégé)

ου;
celui qui broie les drogues, le garçon de laboratoire ou l'esclave du φαρμακοπώλης.
Étymologie: φάρμακον, τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοτρίβης: ου (ῐ) ὁ натирающий или толкущий снадобья, т. е. слуга торговца снадобьями Dem.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, τρίβων ἢ κοπανίζων φάρμακα ἢ χρώματα, δοῦλος ἐν τῷ ἐργαστηρίῳ φαρμακοπώλου, Δημ. 1170. 29, Αἰλ. π. Ζῴων 9. 62, Πολυδ. Ζ΄, 179· ― φαρμακοτρίπτης ἐν Α. Β. 314.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. φαρμοκοτρίφτης.

Greek Monotonic

φαρμᾰκοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ (τρίβω), αυτός που τρίβει φάρμακα ή χρώματα, σε Δημ.

Middle Liddell

φαρμᾰκο-τρῐ́βης, ου, ὁ, τρίβω
one who grinds drugs or colours, Dem.