φαρμακοτρίβης
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, one who grinds drugs or colours, D.48.12, Ael.NA9.62.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, = Folgdm; Dem. 48, 12; Ael. H. A. 9, 62.
French (Bailly abrégé)
ου;
celui qui broie les drogues, le garçon de laboratoire ou l'esclave du φαρμακοπώλης.
Étymologie: φάρμακον, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκοτρίβης: ου (ῐ) ὁ натирающий или толкущий снадобья, т. е. слуга торговца снадобьями Dem.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, τρίβων ἢ κοπανίζων φάρμακα ἢ χρώματα, δοῦλος ἐν τῷ ἐργαστηρίῳ φαρμακοπώλου, Δημ. 1170. 29, Αἰλ. π. Ζῴων 9. 62, Πολυδ. Ζ΄, 179· ― φαρμακοτρίπτης ἐν Α. Β. 314.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. φαρμοκοτρίφτης.
Greek Monotonic
φαρμᾰκοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ (τρίβω), αυτός που τρίβει φάρμακα ή χρώματα, σε Δημ.
Middle Liddell
φαρμᾰκο-τρῐ́βης, ου, ὁ, τρίβω
one who grinds drugs or colours, Dem.