φθέγξις
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
-εως, ἡ, speech, utterance, Hp.Epid.2.6.4, Aret.CA1.1, Porph.Abst.3.3, EM430.55.
German (Pape)
[Seite 1270] ἡ, das Sprechen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φθέγξις: -εως, ἡ, τὸ φθέγγεσθαι, φθόγγος, φωνή, προφορά, τῆς φωνῆς λυομένης πάντα λύεται ἡ γὰρ λύσις τῇ φθέγξει ὁμοίη Ἱππ. 1050· τὰ ἡμίφωνα τὰ ἐγγὺς ὄντα τῶν φωνηέντων κατὰ τὴν φθέγξιν Ἐτυμολ. Μέγ. 430, 55.