φιλέθειρος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλέθειρος Medium diacritics: φιλέθειρος Low diacritics: φιλέθειρος Capitals: ΦΙΛΕΘΕΙΡΟΣ
Transliteration A: philétheiros Transliteration B: philetheiros Transliteration C: filetheiros Beta Code: file/qeiros

English (LSJ)

φιλέθειρον, attached to the hair, σινδών AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1275] das Haar liebend, im Haare befindlich, darin getragen, σινδών Phani. 6 (VI, 307).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les cheveux, qui recueille les cheveux coupés par le ciseau en parl. d'un peignoir.
Étymologie: φίλος, ἔθειρα.

Russian (Dvoretsky)

φιλέθειρος: любящий, т. е. обвивающий волосы (σινδών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέθειρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς τρίχας, ὁ προσαρμοζόμενος εἰς τὴν κόμην, σινδὼν Ἀνθ. Π. 6. 307.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που συντελεί στην περιποίηση τών μαλλιών
2. προσαρμοσμένος στην κόμη («φιλέθειρον σινδόνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έθειρος (< ἔθειρα «τρίχα»), πρβλ. καλλιέθειρος].

Greek Monotonic

φῐλέθειρος: -ον (ἔθειρα), αυτός που προσαρμόζεται στα μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλ-έθειρος, ον, ἔθειρα
attached to the hair, Anth.