φιλοβασιλεύς
From LSJ
English (LSJ)
-έως, ὁ, a friend to the king, Com.Adesp. in Gött.Nachr.1922.31, D.S.17.114, Plu.Alex. 47, Jul.Ep.89b, etc.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, Königsfreund, Plut. Alex. 47.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ami du roi.
Étymologie: φίλος, βασιλεύς.
Russian (Dvoretsky)
φιλοβασιλεύς: έως ὁ приверженец царя Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοβᾰσιλεύς: έως, ὁ φίλος τοῦ βασιλέως, Διόδωρ. 17. 114, Πλουτ. Ἀλέξ. 47, κλπ.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που διάκειται φιλικά προς τον βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βασιλεύς.
Greek Monotonic
φῐλοβασιλεύς: -έως, ὁ, φίλος του βασιλιά, σε Πλούτ.