φιλοκέρτομος
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
φιλοκέρτομον, fond of jeering, Od.22.287, Theoc.5.77, APl. 4.247 (Nilus Schol.).
German (Pape)
[Seite 1281] schmähsüchtig, spottsüchtig; Od. 22, 287; Anth. Plan. 247. 366; Nonn. D. 10, 178.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à railler, mordant.
Étymologie: φίλος, κέρτομος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκέρτομος: любящий глумиться, язвительный, злоречивый Hom., Theocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκέρτομος: -ον, ὁ φιλῶν κερτομεῖν, σκώπτειν, ὁ ἀγαπῶν νὰ πειράζῃ μὲ λόγους δηκτικούς, Ὀδ. Χ. 287, Θεόκρ. 5. 77· πάντες Σάτυροι φιλοκέρτομοι Ἀνθ. Πλαν. 247, 366.
English (Autenrieth)
fond of jeering or mocking, contemptuous, Od. 22.287†.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αρέσκεται να πειράζει τους άλλους με ιδιαίτερα σκωπτικούς, χαρακτηρισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κέρτομος «σκωπτικός, υβριστικός»].
Greek Monotonic
φῐλοκέρτομος: -ον, αυτός που αγαπά να κοροϊδεύει, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.