φονοκτόνος
From LSJ
English (LSJ)
φονοκτόνον, murdering, slaughtering, Hsch. s.v. φονίαις.
German (Pape)
[Seite 1298] mordend, todtschlagend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φονοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων, ἀνθρωποκτόνος, Ψευδοχρυσόστ. τ. 9, σ. 946C, τ. 10, 905C.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ανθρωποκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. ψυχοκτόνος.