φραδάζω

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδάζω Medium diacritics: φραδάζω Low diacritics: φραδάζω Capitals: ΦΡΑΔΑΖΩ
Transliteration A: phradázō Transliteration B: phradazō Transliteration C: fradazo Beta Code: frada/zw

English (LSJ)

(φραδή) make known, γᾶν φράδασσε (poet. aor. 1) Pi. N.3.26.

German (Pape)

[Seite 1302] poet., sprechen, sagen, nennen, kund machen, φράδασσε γᾶν Pind. N. 3, 25; übh. seine Gedanken ausdrücken, erklären.

French (Bailly abrégé)

faire connaître, indiquer.
Étymologie: φραδή, cf. φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φρᾰδάζω: (3 л. sing. aor. φράδασσε) делать известным, указывать (τι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φρᾰδάζω: (φραδὴ) καθιστῶ τι γνωστόν, ποιῶ δῆλον, γᾶν φράδασσε (ποιητ. ἀόρ. α´) Πινδ. Ν. 3. 45· ― οὕτω, φραδεύω, Ἡσύχ.· φραδάω, = βουλεύομαι, Ἀρκάδ. 155. 17.

English (Slater)

φρᾰδάζω, v. φραδάω.

Greek Monolingual

Α
γνωστοποιώ κάτι, φανερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου συμπεραίνουν οι μελετητές από τον αόρ. φράδασσε που απαντά στον Πίνδ. και που πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως ποιητ. τ. του φράδᾱσε / φράδησε, γ' εν. πρόσ. αορ. του φραδάω].

Greek Monotonic

φρᾰδάζω: κάνω κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, γᾶν φράδασσε (ποιητ. αόρ. αʹ), σε Πίνδ.

Middle Liddell

φρᾰδάζω,
to make known, γᾶν φράδασσε (poet. aor1) Pind. [from φρᾰδή]