φρεατίας
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
German (Pape)
[Seite 1304] ὁ, ὑπόνομος, Brunnenkanal, unterirdischer Kanal zur Ableitung eines Brunnens, Xen. Hell. 3, 1,7, wenn es nicht hier auch von φρεατία abzuleiten ist.
Greek (Liddell-Scott)
φρεᾱτίας: ὑπόνομος, ὁ ὑπόγειος ὀχετὸς φέρων εἰς δεξαμενήν, Schneid. εἰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7˙ ἀλλὰ τὸ χωρίον εἶναι σκοτεινόν, καὶ ὀλίγον κατωτέρω ἀπαντᾷ θηλ. ἡ φρεατία.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υπόγειος οχετός για τη διοχέτευση νερού από πηγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. τραυματίας)].
Greek Monotonic
φρεᾱτίας: ὁ, αυτός που οδηγεί σε δεξαμενή ή σε πηγάδι, σε Ξεν.