φυγόδεμνος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
φυγόδεμνον, = φυγοδέμνιος (shunning the marriage bed), Nonn. D. 2.98, al.
German (Pape)
[Seite 1312] = Vorigem, oft bei Nonn.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
φυγοδέμνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. στυγόδεμνος].