χαλαζεπής

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαζεπής Medium diacritics: χαλαζεπής Low diacritics: χαλαζεπής Capitals: ΧΑΛΑΖΕΠΗΣ
Transliteration A: chalazepḗs Transliteration B: chalazepēs Transliteration C: chalazepis Beta Code: xalazeph/s

English (LSJ)

χαλαζεπές, hurling abuse as thick as hail, τάφος, of Hipponax, AP7.405 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1326] ές, Worte hagelnd, Schmähreden wie Hagel schleudernd, Philp. Th. 83 (VII, 405), τάφος χαλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont les paroles (particul. les plaisanteries) tombent dru comme grêle.
Étymologie: χάλαζα, ἔπος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που εκτοξεύει πικρά λόγια, σκληρά και πυκνά σαν χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + -επής (< ἔπος «λόγος, ρήση»), πρβλ. καλλιεπής].

Greek Monotonic

χᾰλαζεπής: -ές, αυτός που εκσφενδονίζει βρισιές τόσο χοντρές όσο το χαλάζι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλαζεπής: сыплющий слова словно град, неумолкающий Anth.

Middle Liddell

χᾰλαζ-επής, ές
hurling abuse as thick as hail, Anth.