χειροσιδήριον
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό, grapnel, grapplinghook, ibid. (v.l.).
German (Pape)
[Seite 1346] τό, dim. zum Folgdn, f.l. bei Poll.
Greek (Liddell-Scott)
χειροσῐδήριον: τό, σιδηρᾶ χείρ, ἁρπάγη, ναύμαχον ὅπλον, Πολυδ. Β΄, 152 ἔνθα νῦν χεὶρ σιδηρᾶ.
Greek Monolingual
και χειροσίδηρον, τὸ, Α
όπλο ναυμαχίας, αρπάγη που χρησιμοποιούσαν εναντίον εχθρικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + σιδήριον «σιδερένιο τμήμα εργαλείου, κάθε εργαλείο, όργανο ή όπλο από σίδηρο»].