χοΐδιον
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό, f.l. in Suid.; cf. χοαῖος.
German (Pape)
[Seite 1361] τό, att. zsgzgn χοίδιον, dim. von χοῦς, Lob. Phryn. 88.
Greek (Liddell-Scott)
χοΐδιον: τό, καὶ χοίδιον, ὑποκορ. τοῦ χοῦς, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Λοβεκ. Φρύνιχ. 88.
Greek Monolingual
τὸ, Α [χοῦς (Ι)]
(πιθ. εσφ. γρφ_ αντί χοαῖον) υποκορ. του χοῦς (Ι) («κατεσκεύασαν χοΐδια τὸ μέγεθος, λεπτὰ ταῖς κατασκευαῖς διαφερόντως», Λεξ. Σούδα).