χρωμάτιον

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτιον Medium diacritics: χρωμάτιον Low diacritics: χρωμάτιον Capitals: ΧΡΩΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: chrōmátion Transliteration B: chrōmation Transliteration C: chromation Beta Code: xrwma/tion

English (LSJ)

τό,
A pigment, paint, AP.11.423 (pl., Hellad.).
II v. χρωματικός II.1.

German (Pape)

[Seite 1383] τό, Färbemittel, Hellad. ep. (XI, 423).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
couleur ; fig. en parl. du style.
Étymologie: χρῶμα.

Russian (Dvoretsky)

χρωμάτιον: τό [demin. к χρῶμα 2] краска Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χρωμάτιον: τό, χρῶμα, βαφή, Ἀνθ. Παλ. 11.423. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ῥητορικοῦ ὕφους, Ἀψίνου Τέχνη Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 512, 10, ἀντὶ χρωματικόν.

Greek Monolingual

τὸ, Μ χρῶμα, -ατος]
χρωστική ύλη, βαφή.

Greek Monotonic

χρωμάτιον: τό, υποκορ. του επομ., χρώμα, βαφή, σε Ανθ.

Middle Liddell

χρωμάτιον, ου, τό, [Dim. of χρῶμα
a colour, paint, Anth.