χυτρισμός
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ὁ, exposure of a child in a pot, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, das Aussetzen eines Kindes in einem Topfe, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρισμός: ὁ, «ἡ τῶν βρεφῶν ἐν ταῖς χύτραις ἔκθεσις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α χυτρίζω
εγκατάλειψη βρέφους μέσα σε χύτρα.