χωρομέτρης
From LSJ
English (LSJ)
χωρομέτρου, ὁ, landsurveyor, IG5(1).1431.40 (Messene, i A. D.); rendering of Lat. metator, Lyd.Mag.1.46.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ειδικός που ασχολείται με την καταμέτρηση εδαφικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -μέτρης (< μετρώ) πρβλ. γεωμέτρης].