ψαλιδόγλωσσος
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που η γλώσσα του πάει σαν ψαλίδι, πολύ φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. φαρμακόγλωσσος].