ψευδοδοξία
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ἡ, false opinion or notion, Polystr.p.14 W., Phld.D.1.14(pl.), Str.14.5.28, Plu.2.716b, Hierocl. in CA12p.446M., etc.
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, falsche Meinung, Irrwahn; Plut. Symp. 7 a. E.; Ceb. Tabul. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fausse opinion.
Étymologie: ψευδής, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοδοξία: ἡ ложное мнение, заблуждение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοδοξία: ἡ, ψευδὴς δοξασία, ἐσφαλμένη γνώμη, Στράβ. 680, Πλούτ. 2. 716Β, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ψευδόδοξος
μσν.
πίστη σε δόγματα αιρετικών
αρχ.
εσφαλμένη γνώμη.