ψωμόλεθρος
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
ὁ, bread-pest, Com. name for a parasite, Suid., Hdn.Epim.203:—also ψωμολεθρία, ἡ, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1406] ὁ, Bissenpest, Brotpest, kom. Ausdruck für einen gierigen Schmarotzer, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ψωμόλεθρος: ὁ, ὁ ἐπιφέρων ὄλεθρον εἰς τὸν ἄρτον, ὁ καταναλίσκων πολὺν ἄρτον, πολύφαγος, κοινῶς «φαγᾶς», κωμικὸν ὄνομα παρασίτου, Σουΐδ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 203, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 705. - ψωμολεθρία, ἡ, «πολυφαγία», Ζωναρᾶς σ. 1879.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κωμ. λ.) (ως ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που καταστρέφει το ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «μπουκιά ψωμιού» + ὄλεθρος «καταστροφή»].